- σπονδοφόρον
- τὸ, Αβλ. σπονδοφόρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπονδοφόρον — σπονδοφόρος one who offers libations masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπονδοφόρος — ο, ΝΜΑ, και σπονδιοφόρος και ουδ. το σπονδοφόρον και ως επίθ. σπονδηφόρος ΜΑ 1. αυτός που προσέφερε σπονδές, θυσίες, ιδίως εκείνος που έσταζε από το ποτήρι σταγόνες κρασιού 2. αυτός που έκανε προτάσεις για ανακωχή ή για ειρήνη 3. θρησκευτικός… … Dictionary of Greek